- βαϊοφόρος
- βαϊοφόρος και βαϊφόρος, -ον (Μ)1. αυτός που κρατά κλαδιά φοινικιάς2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Βαϊοφόροςη Κυριακή των Βαΐων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ваиеносец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. греч. βαϊοφόρος несущий или держащий в руках … Словарь церковнославянского языка
BAJUS qui et BADAS — BAJUS, qui et BADAS a Graeco βάϊον, ramus est palmae arboris cum fructus avulsus; (a cuius colore badios equos dici, ostendimus supra) Franc. Gouldmannus Diction. Lat. Angl. Item missus ludicri Circensis, quod ad singulos missus Βάϊον, i. e.… … Hofmann J. Lexicon universale
OLIVA — I. OLIVA German. Olven Kloster, monasterium 1. tantum milliar. Prussico a Gedano, in Polonia, ubi pax coiit A. C, 1660. Inter Imperatorem, Regesque Poloniae, Sueciae et Daniae. Conditum A. C. 1180. a Subislao, Cassubiae et Pomerelliae Principe,… … Hofmann J. Lexicon universale
OSANNA — acclamatum DOMINO nostro Hierosolymam adventanti, Ω᾿σαννὰ τῷ ὑιῷ Δαβὶδ, Osanna, filio David, ex Hebraeo Hoschahana, compendiô sermonis dici, apud Hebraeos, consuevit, in acclamationibus, pro Hoschiah na, Ναὶ σῶσον, Serva obsecro. Id enim moris in … Hofmann J. Lexicon universale
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Δεσφίνα — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.024 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 30 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του δήμου Δεσφίνης. Στη Δ. υπάρχει ένα σημαντικό βυζαντινό μνημείο, ο … Dictionary of Greek
Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… … Dictionary of Greek
Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… … Dictionary of Greek